-
1 συγκατάθεση
[-ις (-εως)] η согласие; разрешение;δίνω τη συγκατάθεση μου разрешать, давать своё согласие;χωρίς τη συγκατάθεση — без разрешения;
αμοιβαία συγκατάθεση — взаимное согласие
-
2 συγκατάθεση
[синкататэси] ουσ θ согласие, разрешение. -
3 εξαγοράζω
μετ.1) выплачивать всю стоимость купленной вещи; 2) откупаться, платить (чём-л. за что-л.);εξαγοράζω ποινή — откупаться от наказания;
εξαγοράζω τα αμαρτήματα μου διά... — искупать свои грехи чём-л.;
3) выкупать;εξαγοράζω αιχμαλώτους — выкупать пленных;
4) перен. покупать, подкупать;εξαγοράζω τον φύλακα — подкупить сторожа;
εξαγοράζω την συγκατάθεση κάποιου — купить чьё-л. согласие
-
4 πετυχαίνω
(αόρ. (ε)πέτυχα и πίτυχα) 1. μετ.1) встречать, находить (случайно); заставать (кого-л. за чём-л.); καλά πού σε πέτυχα хорошо, что я тебя встретил; μδς πέτυχε στο φαγητό он нас застал за обедом; 2) выполнять, исполнять что-л, хорошо; ο ράφτης μού το πέτυχε το κουστούμι портной удачно сшил мне костюм; 3) попадать в цель; 4) добиваться (чего-л.);πετυχαίνω τη συγκατάθεση — добиться согласия;
πετυχαίνω τό σκοπό μου — добиться своего, достигнуть цели;
2. αμετ.1) добиваться, достигать цели; иметь успех; η παράσταση -
5 σιωπηρός
См. также в других словарях:
συγκατάθεση — η παραδοχή, συναίνεση: Δεν παντρεύεται χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της. – Ζητώ τη συγκατάθεση κάποιου. – Δίνω τη συγκατάθεσή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… … Dictionary of Greek
συναίνεση — η / συναίνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συναίνησις Α [συναινώ] συγκατάθεση, συγκατάνευση, αποδοχή νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) δήλωση επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική τού κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας 2. διεθν. δίκ. τρόπος υιοθέτησης μιας απόφασης… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ουγενότοι — (γαλλ. Huguenots). Όνομα άγνωστης προέλευσης, με το οποίο χαρακτηρίζονταν οι Γάλλοι διαμαρτυρόμενοι κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρούσεων του 16ου και 17ου αι. Όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο γαλλικός προτεσταντισμός –κυρίως… … Dictionary of Greek
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… … Dictionary of Greek